- αεροπορικός διάδρομος ή αεροδιάδρομος
- Εναέριος διάδρομος μέσα στον οποίο κινούνται τα αεροπλάνα, κυρίως για την αποτροπή ατυχημάτων και συγκρούσεων. Οι α.δ. καθορίζονται διεθνώς με γεωγραφικές συντεταγμένες ή με ραδιοναυτιλιακά μέσα και διακρίνονται σε δύο κυρίως κατηγορίες: α) στους διαδρόμους (γραμμές) που επιτρέπονται οι πτήσεις και οι οποίες καθορίζονται με βάση τη στρατιωτική ασφάλεια της χώρας, β) στους διαδρόμους για τους οποίους δίνονται ασφαλή στοιχεία και τα αεροπλάνα που τους ακολουθούν μπορούν να προσγειωθούν ακόμα και με μειωμένη ορατότητα. Αν δεν υπάρχουν σαφώς καθορισμένοι α.δ. είναι αδύνατη η ασφαλής πτήση των αεροπλάνων. Ο α.δ. καμιά φορά συγχέεται από παραδρομή με τον διάδρομο προσγείωσης.
Dictionary of Greek. 2013.